Ω εσύ ύπαρξη
τη δική μου έκανες πάλι νοητή˙
ομορφιά μου
Κι ας ξέρω
από την αρχή ακόμα, ετούτο τον θάνατο
τον δικό μου
στη φυγή, στην ανυπέρβλητη,
της αλήθειας…
Αναμετρώμαι με τον θάνατο ετούτο
συστρέφομαι σαν της οχιάς τον σφιχτό εναγκαλισμό
σαν της ίδιας την πονηρία
τον πεθαμένο παριστάνω
να μην τελειώσει…
Μα δεν φοβούμαι.
Πια…
Σαν έρθει αυτός, δε θά ‘μαι εγώ εδώ.
Μνημείο θα γίνω που θα σβήσει στον χρόνο τον άχωρο
τον άχαρο
και στον χώρο τον άχρονο.
Ω εσύ ύπαρξη!
Των Θεών δώρο…
Αφήστε μια απάντηση