Δε γνωρίζω γιατί έκανα αυτό το κλικ. Αυτή τη φωτογραφία. Ίσως τυχαία. Τις περισσότερες φορές “βλέπω” μια “σπαρακτική” μοναξιά (του φωτογράφου) που πάντα μα πάντα θέλει να δει και μια ομορφιά παράλληλα, εντέχνως συγκεκαλυμμένη.
Κάποιοι “είδαν” το “ένα”, κάποιοι το “άλλο” και κάποιοι και τα “δύο”…
“… Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…“
Ευχαριστώ τη Μαρία που “ενέδυσε” αυτή τη φωτογραφία με την χαρακτηριστική γραφή του Παπαδιαμάντη.
Αφήστε μια απάντηση