Ο βράχος και η φραγκοσυκιά, χωρίς καρπούς ακόμα. Και ο βράχος. Εκεί. Ήταν πάντα εκεί.
Αναρωτιέσαι. Κάνεις σύγκριση δυνάμεων. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις υπάρξεις, θες σε κάτι (πιο πολύ) να δώσεις τον ορισμό του “ζωντανού”.
Η βροχή δεν είναι μακριά. Και ετούτο το καλοκαίρι ήταν πολύ ξηρό. Πρώτη φορά είδα φραγκοσυκιά με μαραμένα φύλλα.
Θα ξανάρθω να σε βρω, να δω αν είσαι ακόμα εδώ, εκεί. Για σένα βράχε δεν ρωτώ, δεν αναρωτιέμαι. Υπάρχεις δεν υπάρχεις.
Της Κυριακής σκέψεις σκόρπιες κάτω από έναν ήλιο προσωρινό. Τόσο προσωρινό που τον ξέχασα ήδη. Μίκρυνε και η μέρα, φθίνει…
Αφήστε μια απάντηση